-
1 ἐπιστατέω
Aἐπεστάτηκα Michel164.10
([place name] Delos):— to be an ἐπιστάτης, to be set over, , E.Fr.188.4; ἡ ψυχὴ ἐ. τῷ ;ἐπιστήμη ἐ. τῇ πράξει Id.R. 443e
; τῷ τοῦ νομοθέτου , cf. 405d (but τέχνῃ according to art, Id.Plt. 293b): abs., Durrbach Choix d'inscrr. de Délos 159, PCair.Zen.34.7;εἰ μὴ ἐπιστατοῖ τὸ τάττον Plot.4.4.16
.2. c. gen., to be in charge of, have the care of,τοῦ ἔργου Hdt.7.22
;ἔργων X.Mem.2.8.3
;ζῴων Id.Cyr.1.1.2
; τοῦ εἶναι οἵους δεῖ ib.8.1.16;τῆς παιδείας Pl.R. 600d
; οὐκὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Id.Prt. 338b
; ὅλωντῶν πραγμάτων Isoc.4.104
; τῶν λαῶν σκληρῶς ἐ. Mnaseas 32; ἐ.νοσεόντων Hp.Praec.6
.3. stand by, aid, οὐ ψεῦδις μάρτυς ἕργμασιν ἐ. Pi.N.7.49; .4. rarely c. acc., attend, follow, τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει; S.Fr. 150.5. stand in the rear rank, Ascl.Tact.10.15.6. notice, observe, Sch.Pi. O.3.81.II. at Athens and elsewhere, to be ἐπιστάτης or president (in the βουλή and ἐκκλησία), freq. at the head of decrees, ἔδοξεν τῷδήμῳ·.. Νικιάδης ἐπεστάτει Th.4.118
, cf. Ar.Th. 374, Lexap.And.1.96, IG12.10, al., Arist.Ath.44.3; in other cities, SIG279.1 (Zelea, iv B.C.), OGI219.1 (Ilium, iii B.C.), etc.;προέδρων Inscr.Magn.2
, al.: generally, preside over,δικαστηρίων OGI556.13
([place name] Tlos).2. exercise the office ofἐπιστάτης 111.2
, τοῦ Καίσαρος ναοῦ ib.555.2 ([place name] Oenoanda): abs., SIG707.21 (Olbia, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστατέω
-
2 ἐπι-στατέω
ἐπι-στατέω, ein ἐπιστάτης sein, die Aufsicht worüber haben, vorstehen, besorgen, beaufsichtigen, οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἕργμασιν ἐπιστατεῖ Pind. N. 7, 49; Παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ Aesch. Ag. 1221; ποιμνίοις ἐπεστάτουν Soph. O. R. 1028. τοῦ ἔργου Her. 7, 22, v. l. ἐπέστασαν, sonst nicht bei Her.; gew. in Prosa c. dat., ἐπιστατεῖ ὁ ϑεὸς τῇ ἁρμονίᾳ Plat. Crat. 405 d; ἡ ψυχὴ τῷ σώματι Gorg. 465 c; τὸν ταῖς ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα Polit. 294 e; τὴν ἐπιστατοῦσαν ταύτῃ τῇ πράξει ἐπιστήμην Rep. IV, 443 e, τοῖς αὐτοῖς Isocr. 3, 18, πᾶσι τοῖς τεχνίταις Plut. Pericl. 13; – c. gen., ποιμνίων Eur. fr. 25, τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Plat. Prot. 338 b; Rep. VII, 521 e, τῶν πραγμάτων Isocr. 4, 105; τῶν λαῶν ἐπεστατηκέναι Ath. VIII, 346 d; νοσεόντων, Kranke besorgen, kuriren, Hippocr.; εἶναι, besorgen, daß Etwas geschehe, Xen. Cyr. 8, 1, 16. – Bes. in Athen. ἐπιστάτης sein, Th. 4, 118; vgl. Ar. Th. 373, ähnl. ἐπιστατοῦντος τοῦτο Περικλέους Plut. Pericl. 13; Inscr. – Herantreten, herannahen. τίς γάρ με μόγϑος οὐκ ἐπεστάτει, traf mich nicht. Soph. frg. 163.
См. также в других словарях:
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek